- γρατζουνίζομαι
- γρατσ(τζ)ουνίζομαι, γρατσ(τζ)ουνίστηκα, γρατσ(τζ)ουνισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τζαγκουρνομαδειούμαι — Ν (για κάποιον που θρηνεί) γρατζουνίζομαι και ταυτοχρόνως τραβώ τις τρίχες τού κεφαλιού μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζαγκουρνίζω + μαδειούμαι] … Dictionary of Greek